- παράρ(ρ)υμα
- -ατος, το, ΝΑνεοελλ.ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων κυματισμών, αλλ. κατάβλημα, κν. μουσαμάς τής μπάνταςαρχ.1. καθετί που απλώνεται κατά μήκος ή πάνω από κάτι ως παραπέτασμα για την προστασία του2. παραπέτασμα από δέρμα ή από κετσέ που απλωνόταν κατά μήκος τών πλευρών τών πλοίων για προστασία τών ανδρών3. το δέσιμο τών επιδέσμων4. φρ. «παράρρυμα ποδός» — κάλυμμα τού ποδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ῥῦμα (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.